πειρασμούς

πειρασμούς
πειρασμός
trial
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πυρώνω — πυρῶ, όω, ΝΜΑ [πῡρ] 1. πυρακτώνω 2. ζεσταίνω, θερμαίνω κάτι στη φωτιά νεοελλ. 1. (αμτβ.) α) (για πράγμα) πυρακτώνομαι («πύρωσε το σίδερο») β) (για πρόσ. και πράγμα) ζεσταίνομαι πολύ, κορώνω («καθόμουν πολύ ώρα δίπλα στο τζάκι και πύρωσα») γ) μτφ …   Dictionary of Greek

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Βόλφραμ φον Έσενμπαχ — (Wolfram von Eschenbach, 1170 – 1220). Γερμανός ποιητής. Προερχόμενος από το Έσενμπαχ, κοντά στο Άνσμαχ, συνάντησε, ίσως στην αυλή του τοπικού διοικητή της Θουριγκίας Έρμαν, τον μαικήνα του Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβεντε. Πρώτη πηγή για το ποίημά… …   Dictionary of Greek

  • Γκράαλ — (Graal).Αντικείμενο της χριστιανικής μυθολογίας, πιθανώς κελτικής προέλευσης. Γ. ονομάζεται το ποτήρι που χρησιμοποίησε στον Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς, σύμφωνα με μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση. Στο ποτήρι αυτό, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίνεβαλντ, Ματίας — (Matthias Grunewald, Βίρτσμπουργκ περ. 1475 – Χαλ 1528). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο τουΓερμανού ζωγράφου Ματίας Γκότχαρτ Νάιτχαρτ (Gothart Neithart). Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Το πρώτο βεβαιωμένο έργο του, που χρονολογείται στο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Μιλό ή Μιγιό, Νταριούς — (Darius Milhaud, Εξ αν Προβάνς 1892 – Παρίσι 1974). Γάλλος συνθέτης. Μετά τις μουσικές σπουδές του στο Παρίσι, αφοσιώθηκε στη σύνθεση, εμπλουτίζοντας με τον καιρό τις πηγές έμπνευσής του με φολκλορικά στοιχεία, από τις χώρες που είχε την ευκαιρία …   Dictionary of Greek

  • Μίλτον, Τζον — (John Milton, Λονδίνο 1608 – 1674). Άγγλος ποιητής. Φοίτησε στο Christ’s College του Κέιμπριτζ, από όπου έλαβε το πτυχίο του το 1629 και τρία χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Αποσύρθηκε στη συνέχεια στο εξοχικό σπίτι… …   Dictionary of Greek

  • Μπεστ, Τζορτζ — (1946 ). Πρωταθλητής ποδοσφαίρου. Ο Τζορτζ Μπεστ γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1946 στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας και υπήρξε ένας από τους πιο προικισμένους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του αθλήματος· ενδεχομένως και ο πιο αυτοκαταστροφικός. Σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”